μεγαουρητήρας

μεγαουρητήρας
ο
ιατρ. διαμαρτία διαπλάσεως τού ενός ή και τών δύο ουρητήρων, που χαρακτηρίζεται από διεύρυνση τού οργάνου στο πλαίσιο και άλλων διαμαρτιών τού ουροποιητικού συστήματος ή λόγω νευρομυϊκής δυσκινησίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”